- χαιτόδους
- ο, Νζωολ. γένος περκόμορφων θαλάσσιων ιχθύων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χαιτοδοντίδες, συγκροτούμενης από 115 μικρόσωμα λαμπρόχρωμα ευκίνητα είδη, γνωστά ως πεταλουδόψαρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chaetodon < χαίτη + ὀδών / ὀδούς, -όντος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Π. Ιωαννίδη].
Dictionary of Greek. 2013.